- σκολίου
- σκόλιονsong which went round crookedly at banquetsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολιοῦ — σκολιόομαι to be bent pres imperat mp 2nd sg σκολιόομαι to be bent imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) σκολιός curved masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
σκολιωπός — ή, όν, Α 1. αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού, λοξού 2. (γενικά) πλάγιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκολιωπά λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + ωπός* (βλ. λ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
σκολιότητα — η / σκολιότης, ητος, ΝΜΑ [σκολιός] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού σκολιού νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία αρχ. 1. μτφ. ανισότητα 2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή β) αδικία 3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες ελικοειδής πορεία ή… … Dictionary of Greek
σκολιώδης — ῶδες, Α [σκολιός] αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού … Dictionary of Greek